Του μαθητή ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ
Το χωριό μου είναι το Μαυρέλι. Είναι ένα ορεινό
χωριό της Καλαμπάκας .Βρίσκεται στα 1.200 υψόμετρο με οξιές και πεύκα .Ήταν
πάντα ένα χωριό κτηνοτρόφων .Πλέον έχουν μείνει πολύ λίγοι από αυτούς όπως και
λίγοι μόνιμοι κάτοικοι τον χειμώνα .Τα
καλοκαίρια που πηγαίνω είναι γεμάτο με κόσμο και τα καφενεία στην πλατεία έχουν
ανθρώπους όλων των ηλικιών που κάθονται και ,ενώ πίνουν τον καφέ τους, λένε τα
νέα τους, πειράζονται και θυμούνται γεγονότα από παλιά τότε που υπήρχε σχολείο
στο χωριό και ιατρείο.
Κάποιο πρωινό ήμουνα με τον παππού μου στο
καφενείο και έκατσε στο τραπέζι μας ένας παππούς πολύ μεγάλος. Ήταν θείος του
δικού μου παππού και άρχισε να λέει για τα χρόνια που οι Ιταλοί και οι Γερμανοί
μπήκαν στην Ελλάδα .Με καμάρι και γελώντας είπε ‘’-Γερμανικό πόδι εδώ δεν θα
πατήσει ποτέ και ούτε πάτησε ποτέ .Και οι Ιταλοί που ήρθανε καλύτερα να μην
είχαν έρθει’’.
Τότε ο
παππούς μου τον ρώτησε ‘’- Γιατί μπάρμπα το λες αυτό ;’’.Τον κοίταξε πονηρά και
άρχισε να μας λέει τι έγινε όταν μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών έφτασε στο χωριό
μας .Ήρθανε ένα πρωί και μας ζήτησαν να παραδοθούμε .Στην πλατεία ήταν μόνο
γέροντες .Οι υπόλοιποι ήμασταν στα ζώα και οι στάνες ήταν, όπως ξέρεις ,έξω από
το χωριό και βλέπουν προς τον δρόμο για την είσοδο του χωριό. Τους είδαμε και
τους περιμέναμε. Τους κυκλώσαμε και τους πήραμε τα όπλα .Δε θέλαμε να τους
κάνουμε κακό και, επειδή οι δυνάμεις οι ελληνικές
ήταν μακριά για να τους παραδώσουμε, έπρεπε να τους κρατήσουμε μέχρι να έρθουν .Τότε
κάποιοι είχαν την ιδέα να τους φορέσουν τη φορεσιά των Χασιωτών και να τους βάλουν να
κάνουν παρέλαση στην πλατεία. Έτσι και έγινε. Φέραμε τις φορεσιές και τους
βάλαμε να ντυθούν .Αφού ντύθηκαν Χασιώτες, άρχισαν να παρελαύνουν κατά μήκος
της πλατείας . Μετά από αυτό τους βάλαμε
σε μια αποθήκη και τους φυλούσαμε με βάρδιες .Οι γυναίκες τούς μαγείρευαν και
από ό,τι είχε το κάθε σπίτι τους δίναμε να φάνε και αυτοί. Με κάποιους
μιλούσαμε ,τους κάναμε παρέα και έναν τον συμπάθησα κιόλας. Αυτό κράτησε
περίπου 5 μέρες .Όταν ήρθε ο ελληνικός στρατός, για να τους πάρει ,τον Ιταλό
που τον συμπαθούσα τον λυπήθηκα και τον
έκανα ο τσομπάνο μου. Στο μαντρί έμενε, έτρωγε και πρόσεχε τα ζώα .Όταν άρχισαν
να ηρεμούν τα πράγματα τράβηξε για τον τόπο του .Δεν τον ξαναείδα ούτε
ξανάκουσα για αυτόν. Εύχομαι να έφτασε σώος . Κάποια μέρα πριν να χωρίσουμε μου
είπε πως ,αν δεν τον κράταγα μπορεί να ήταν νεκρός .
Αυτά μας είπε ο παππούς για τα χρόνια εκείνα .Γέλασα
πάρα πολύ που τους έβαλαν να κάνουν παρέλαση με τη Χασιώτικη φορεσιά .Σκεφτόμουνα
τα πρόσωπα τους ,καμάρωσα για το θάρρος αυτών των ανθρώπων που δε φοβήθηκαν. Τότε
άκουσα πως το κάστρο που είναι στην κορυφή του βουνού που βλέπω από το σπίτι
μας είναι σταθμός Ευζώνων .Το χωριό μου είναι όμορφο πολύ αλλά έχει και
σημαντική θέση για τον ελληνικό στρατό !
(Την ιστορία
μου την είπε ο θείος του παππού μου Θανάση
Τζίμα)
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ