Της μαθήτριας ΝΙΚΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ-ΦΩΤΕΙΝΗΣ

 


(Μικρασιάτικο παραμύθι που μου το είπε ο παππούς μου Μπρεντάνος Γιώργος)

                                    Το φτωχό καλό παιδί.

  Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα και είχε τέσσερα θηλυκά παιδιά. Δούλευε η άτυχη να τα μεγαλώσει ,αλλά τι να σου κάνει;

 Μεροκάματο, μεροφάγωτο!

 Ίσα-ίσα το ψωμί των παιδιών της έβγαζε .Τα είχε και γύρισαν γυμνά και ξυπόλητα. Δεν περίσσευε λεπτό να τους πάρει κανένα ρουχαλάκι .Αν βρισκόταν καμιά χριστιανή και της έδινε κανένα παλιό, το συγύριζε για τη μεγάλη έπειτα το έκοβε και το φορούσε η δεύτερη ,η τρίτη .Για το μικρό δεν έμενε τίποτα. Χειμώνα ,καλοκαίρι γύριζε με ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι ξυπόλητο .Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε βαρύς .Βροχές, κρύα, χιόνια !Το καημένο το μικρό έτρεμε, δεν μπορούσε να ζεσταθεί .Λέει της μάνας του « - Μάνα εγώ θα φύγω .Θα πάω να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμιά φορά .Θα πεθάνω αν απομείνω άλλο εδώ. Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ» .

Φεύγει το παιδί !Πάει… Πάει… Στον δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω από ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό ,είχε πέσει από τη φωλιά του και φώναζε .Δεν είχε δύναμη να πετάξει να ανεβεί πάνω στο δέντρο.Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα .Το παιδί το λυπήθηκε, το πήρες στα χέρια του, το ζέστανε μέσα στη χούφτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχότανε , είπε και  αυτός το έβαλε ξανά πάνω στη φωλιά του .Το γλίτωσε το πουλάκι .

Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μια αράχνη και έπλεκε το πανί της. Πάνω- κάτω, μπρος- πίσω και το πανί μεγάλωνε γρήγορα- γρήγορα λες και είχε βιάση μεγάλη.

Στάθηκε το παιδί και λέει «Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ’ την άλλη μεριά, μην την στεναχωρήσω την αράχνη.»

Του λέει η αράχνη «-Σε ευχαριστώ καλό παιδί! Για το καλό που έκανες ,τι θέλεις να σου κάνω ;Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλητο;»

«-Πάω να βρω πανί, να το πάω τις μάνας μου, να μου κάνει και εμένα κανένα ρουχαλάκι γιατί κρυώνω.»

« -Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στον γυρισμό σου πέρνα από δω ,να μου πεις να σε βοηθήσω και εγώ σε ό,τι χρειάζεσαι».

 Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα ,βρίσκει έναν βάτο .Πάει να περάσει ,πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στα αγκάθια, κουρελιάστηκε. Απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε το παιδί .Ήταν καημός καρδιάς να τ’ ακούς και να το βλέπεις .

Τ΄ ακούει ένα αρνάκι που έβοσκε  εκεί κάτω στο λιβάδι.

Του λέει «-Τι έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις ;Σε έδειρε κανείς;»

«-Αχ!, λέει το παιδί .Πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι ,να ντυθώ και πέρασα απ΄ τον βάτο, και ο βάτος μού κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου, και απόμεινα ολοτσίτσιδο.»

 Ερωτά το αρνί τον βάτο «- Αχ! Γιατί του το έκανες αυτό το κακό; Tι θα γίνει τώρα με το παιδί;»

«-Δώσε του μαλλί κ΄ εγώ να το ξάνω. Να το πάρει ,να το πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι μάλλινα, να μην κρυώνει», λέει ο βάτος. Αρχίζει τα αρνί ,γύριζε γύρω-γύρω στον βάτο άφηνε πάνω στα αγκάθια το μαλλί ,το μάζευε το παιδί ξασμένο.

Αφού μάζεψε κάμποσο είπε «-Σ’ ευχαριστώ αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου ,να μου γνέσει και να μου  υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ’ του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω .»

Έτρεχε πια στον δρόμο όλο χαρά αλλά συλλογιόταν που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματιάρισσα  όπως ήταν ,να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.

΄Αμα έφτασε κάτω απ’ το δέντρο που ήταν η φωλιά του πουλιού, να σου μπροστά του η μάνα του πουλιού.

«Άχ καλό παιδί !Πώς να σε ευχαριστήσω ;Tο καλό που μου έκαμες κι έσωσες το πουλάκι μου ,πώς να σου το ξεπληρώσω; Tι ‘ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;»

Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που του ‘δωκε  τ’ αρνί και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του, να του το κάνει ρουχαλάκι ,να το βάλει του Χριστού να πάει να κοινωνήσει.

«-Δος μου να στο γνέσω εγώ, λέει το πουλάκι. Το πήρε στη μύτη  του, ανέβηκε ψηλά -ψηλά να κάνει μακριά κλωστή. Ως να έρθεις να δεις, το είχε γνεσμένο, το ‘κανε κουβάρι , το πήρε το παιδί και έφυγε.

Σαν έφτασε στην αράχνη ,εκείνη τον περίμενε.

«- Ε! Τι έκαμες; Ήβρες τίποτα; Σαν είδε το νήμα που κρατούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα και αρχίνησε ,το ύφανε μάνι- μάνι μια χαρά!

Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί κι αυτή του ‘φτιαξε το φουστανάκι του, του το έραψε, το έβαλε και ομορφοστολίστηκε .Πήγε στην εκκλησιά κι όλο το χάιδευαν που ήταν έτσι ζεστό και όμορφο.

                         ΝΙΚΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ-ΦΩΤΕΙΝΗ