Της μαθήτριας ΠΑΛΟΥΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ
( Μαρτυρία
του παππού μου Ανδρέα Παλούκη ,γεν.1943,
Αγ.Βησσάριος Καρδίτσας)
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όταν ήμουν παιδί,
περίπου τεσσάρων ή πέντε ετών, ήρθε ένα βράδυ στο χωριό μας ένα απόσπασμα
ανταρτών από τα βουνά των Αγράφων όπου είχανε το αρχηγείο τους.
Είχανε
εντολή από τον αρχηγό τους τον Γαζή, αν θυμάμαι καλά το όνομά του, να
συλλάβουνε τον θείο μου τον Γιώργο, ο οποίος ήτανε ο πρόεδρος της κοινότητας
και να τον οδηγήσουν στο αρχηγείο τους για εκτέλεση μετά από εικονική δίκη.
Τότε έμεναν τα τρία αδέρφια του πατέρα μου με τις οικογένειες τους σε ένα σπίτι
και ζούσαμε όλοι μαζί.
Όταν έφτασαν,
είπαν ψέματα ότι τον θέλει ο αρχηγός τους για κάποιες ερωτήσεις, έτσι ώστε να
μην καταλάβουμε και ξεσηκωθούμε με φωνές και κλάματα. Ο θείος μου όμως κατάλαβε
ότι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Σκέφτηκε λοιπόν ένα τέχνασμα ώστε να τους
ξεγελάσει και να γλιτώσει. Αφού έβαλαν εμάς τα παιδιά για ύπνο, τους έβαλε
φαγητό και κρασί σαν να ήταν φιλοξενούμενοι του.
Όταν έφτασε
η ώρα να φύγουν και να πάει μαζί τους, λίγο πριν να ανέβει στο άλογο, προσποιήθηκε πως ξέχασε
το σακάκι του και πάει να το πάρει. Τότε μπήκε σπίτι, πήρε το σακάκι του και έφυγε
από το πίσω παράθυρο. Ξεκίνησε μέσα από τα ρέματα και τα χωράφια σκυφτός και
κρυμμένος να πάει στις Σοφάδες να ενημερώσει τον στρατό για ό,τι είχε συμβεί.
Οι αντάρτες,
αν και πιωμένοι από το τραπέζι που τους είχε κάνει, κατάλαβαν ότι έφυγε. Μπήκαν
θυμωμένοι στο σπίτι, ζήτησαν να συγκεντρωθούμε όλοι στην κουζίνα, ξυπνήσανε και
τα πέντε παιδιά που ήμασταν στο σπίτι και μας περιέλουσαν με βενζίνη για να μας
κάψουν. Οι μεγάλοι παρακαλούσαν να μας λυπηθούν και εμείς τα παιδιά καταλάβαμε
το κακό που πρόκειται να συμβεί και κλαίγαμε. Ένας από τους αντάρτες, ήταν πριν
τον πόλεμο τσομπάνος στον άλλο θείο μου, τον Αντώνη. Εκείνος τον αναγνώρισε,
του θύμισε πόσο καλά του είχαν φερθεί όταν δούλευε για εκείνους και ζήτησε να
λυπηθεί τουλάχιστον τα παιδιά και τις γυναίκες. Τότε ο αντάρτης τους λυπήθηκε,
φοβότανε και να μην φτάσει ο στρατός, γιατί είχε περάσει η ώρα, και έτσι είπε
στους συντρόφους του να φύγουν και να πούνε στον αρχηγό τους ότι ο θείος μου ο
Γιώργος έλειπε και όχι ότι τους ξέφυγε, για να μην τιμωρηθούν και εκείνοι. Έτσι
καταφέραμε να γλυτώσουμε όλοι.
Είναι μια
ιστορία που δεν ξέχασε κανένας μας από τότε που ήμασταν παιδιά μέχρι και
σήμερα.
Στην
συνέχεια, και αφού ήρθε ο στρατός, μας είπαν να φύγουμε από το χωριό και να
πάμε να μείνουμε στις Σοφάδες για λίγο καιρό, ώστε να είμαστε ασφαλείς.
Μαζέψαμε τα
ζώα που είχαμε, αγελάδες, πρόβατα,
γουρούνια και πήγαμε να μείνουμε σε ένα σπίτι που μας έδωσε ο στρατός.
Μετά από
λίγες μέρες μία περίπολος του στρατού εντόπισε κάποιους από τους αντάρτες που
είχαν έρθει στο χωριό μου. Ακολούθησε
μάχη και ο στρατός σκότωσε αρκετούς. Τους σκοτωμένους τους φέρανε πίσω και τους
πετάξανε πάνω στο χιόνι στον περίβολο της Αγίας Παρασκευής. Ο διοικητής του
στρατού φώναξε όλους τους κατοίκους να κοιτάξουν μήπως κάποιος από τους νεκρούς
ήταν συγγενής του.
Κανένας όμως
δεν κοίταζε, για να μην αναγνωρίσει κάποιον δικό του και μπλέξει με την
αστυνομία σαν συνένοχος.
Τις επόμενες
μέρες μείνανε εκεί πεταμένοι στο χιόνι. Εμείς τα παιδιά παίζαμε εκεί κοντά και
πηγαίναμε κρυφά και κοιτάζαμε για να δούμε πόσο τρομακτικοί ήταν οι σκοτωμένοι
αντάρτες. Αρκετά αργότερα είπανε στους κατοίκους να τους θάψουν χωρίς όμως να
γίνει κηδεία ή να τους βάλουν σε κάποιο
τάφο.
ΠΑΛΟΥΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ