της μαθήτριας ΝΤΖΟΥΝΟΥ ΖΩΗΣ
της μαθήτριας ΝΤΖΟΥΝΟΥ ΖΩΗΣ
Στον Εμφύλιο πόλεμο σαν παιδιά φοβόμασταν μήπως συναντήσουμε κάποιον και μας ρωτήσει, αν είμαστε με τους δεξιούς ή τους αριστερούς. Οι γονείς μάς συμβούλευαν να λέμε πως είμασταν παιδιά του σχολείου. Για τρία χρόνια ήμασταν δύσκολα, αφού δεν είχαμε αρκετό φαγητό, ρουχισμό και παπούτσια.
Η Αμερική έστελνε κάποια βοήθεια, κυρίως σε κονσέρβες ,αλλά λίγα έφταναν στο χωριό. Από ρούχα είχαμε δυο αλλαξιές. Παπούτσια έφτιαχναν οι γονείς μας από δέρμα γουρουνιού. Τα ρούχα μας τα πλέναμε κάθε Δευτέρα στο ποτάμι. Εκεί λουζόμασταν κιόλας.Οι μεγάλοι τα βράδια συζητούσαν γύρω από το τζάκι κι εμείς τα κορίτσια πιο πίσω κεντούσαμε με την λάμπα. Ο στρατός φύλαγε το χωριό , τα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά και μας προκαλούσαν φόβο.
Το 1947 έγινε μάχη έξω από το χωριό. Ο στρατός έπιασε τους αντάρτες και τους σκότωσε όλους. Στη συνέχεια τους μετέφερε στο νεκροταφείο πάνω σε ζώα. Πέρασαν από μπροστά, εκεί που παίζαμε είδαμε τους νεκρούς αποκεφαλισμένους γεμάτο αίμα.
Το 1948 ήρθε διαταγή να φύγουμε, γιατί θα γινόταν μάχη. Μαζί με μια άλλη οικογένεια συγγενών πήγαμε και μείναμε σε ένα δωμάτιο μεγάλο στην Ελασσόνα. Είχε δύο κρεβάτια για το κάθε ζευγάρι και εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν στρωματσάδα. Ένα χρόνο μείναμε εκεί και έπειτα γυρίσαμε στο χωριό, όπου συνέχισα το σχολείο στην Ε' Δημοτικού. Όλα αυτόν τον καιρό είμασταν φοβισμένα και ταλαιπωρημένα παιδιά αλλά γίναμε σκληροί άνθρωποι χωρίς ψυχολογικά προβλήματα.
(Mαρτυρία της προγιαγιάς μου Γεωργίας Σβάρνα)