Της μαθήτριας ΝΤΖΟΥΝΟΥ ΖΩΗΣ

 

Της μαθήτριας ΝΤΖΟΥΝΟΥ ΖΩΗΣ

         ( Μαρτυρία της γιαγιάς μου Σβάρνα Γεωργίας.)

1.  Το 1940 στη Βερδικούσσα ήρθαν οι Ιταλοί και οι γονείς πήραν τα παιδιά τους μαζί με λίγα υπάρχοντα και έφυγαν στα βουνά Όσο ανεβαίναμε και προχωρούσαμε κοιτάζαμε πίσω και βλέπαμε τους Ιταλούς στρατιώτες να έρχονται προς το χωριό ,τρομαγμένοι ανεβαίναμε πιο γρήγορα .

Μόλις βράδιασε δρόμος δεν υπήρχε στο δάσος, ο πατέρας μου άνοιγε μονοπάτι και εμείς ακολουθούσαμε. Η μεγαλύτερη αδερφή μου δεκαπέντε χρονών είχε τη μικρότερη δύο χρονών στην πλάτη της, ο αδερφός μου κουβαλούσε τις βελέντζες, εγώ με την αδερφή μου ψωμί και λίγα ρούχα και η μητέρα μου τη ραπτομηχανή μια που ήταν μοδίστρα .

Ο πατέρας μου έκοψε και έστρωσε  φτέρια για να κοιμηθούμε και σκεπαστήκαμε με τις βέλεντζες, καθώς το χιόνι έπεφτε πάνω μας.

Όταν ξημέρωσε περπατούσαμε για όλη την ημέρα και φτάσαμε στον Λογγά .Ήταν η μέρα που έπαιζαν τα κάλαντα και εμείς βουρκώσαμε, αφού δεν μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο.

Πιο έξω από το χωριό αυτό είχαμε μια καλύβα και καθίσαμε εκεί για τέσσερις μέρες .Όταν μάθαμε ότι έφυγαν οι Ιταλοί γυρίσαμε στα σπίτια μας.

 

2. Μετά από έναν χρόνο ήρθαν οι Γερμανοί, ξαναφορτώσαμε τα πράγματα και πήγαμε στην καλύβα μας.Αυτή τη φορά φιλοξενήσαμε και μια άλλη οικογένεια .Ο θείος μας μάς μάθαινε γράμματα και από τότε ξέρω να διαβάζω κι η κόρη τους μας έμαθε την Παράκληση της Παναγίας(«… πάντων προστατεύεις αγαθή…») και από τότε την κάνω κάθε βράδυ…

Μια μέρα η θεία μου έφυγε με κάτι άλλες γυναίκες να πλύνουν τα ρούχα στο ποτάμι αλλά οι Γερμανοί τις έπιασαν νομίζοντας πως ήξεραν πού είναι κρυμμένα όπλα.

Για να γλιτώσει ,μια άλλη γυναίκα είπε ότι τάχα η θεία μου ήξερε και τη σκότωσαν κάτω από ένα πλάτανο.Το ίδιο βράδυ πήγε ο πατέρας μου με τον θείο μου να την πάρουν και να τη βάλουν μέσα στον μύλο για να μη τη φάνε τα σκυλιά και να μπορούν να την κηδέψουν.

 Η μικρή μου ξαδέρφη που της είχε μεγάλη αδυναμία ποτέ δεν ξεπέρασε τον άδικο χαμό της …

Οι Γερμανοί στο χωριό έκαψαν τρεις γυναίκες ανάμεσά τους και η νονά μου στο ίδιο τους το σπίτι διότι αρνούνταν να το εγκαταλείψουν.

 Επίσης έκαψαν μία μάνα με την κόρη της επειδή δεν πρόλαβαν να φύγουν.

 

3.  Ο άντρας μου (που όταν ήταν 8 χρονών )τον έστειλαν κάτι ξαδέρφες του να πάρει μια μπρούτζινη λάμπα με έναν φίλο του,τον Εγγλέζο.

Τους έπιασαν οι Γερμανοί, τους πήραν και τους κλείδωσαν σε ένα σπίτι κοντά στην πλατεία. Ήθελαν να τους κάψουν.

 Το σούρουπο ανέβηκαν στη σκεπή από μια μικρή τρύπα που οι Γερμανοί δεν είχαν προσέξει ,πήδηξαν στη διπλανή αυλή που είχε ζώα και ξέφυγαν μέσα στη βροχή.

Ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από τον ξάδερφό του. Τον ξαναβρήκαν αλλά αυτός σκέφτηκε πολύ έξυπνα και έκανε πως μάζευε ξύλα για αυτούς και τον χαίρονταν γιατί ήταν χαριτωμένος και τον αποκαλούσαν πίκολο που σημαίνει μικρός( την είχαν μάθει από τους Ιταλούς).

 Κατάφερε να ξεγλιστρήσει και να ξεφύγει  και από κάτι σκυλιά που τον κυνηγούσαν και επιτέλους έφτασε στην καλύβα. Τότε οι γονείς του έμαθαν το λόγο που έφυγε (τον έστειλαν εξαδέρφες του).

                                                        ΝΤΖΟΥΝΟΥ ΖΩΗ