ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΡΕΧΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

 


Τη δεύτερη φορά που έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό εγώ ήμουνα μωρό 2 μηνών. Η μητέρα μου με τα μεγαλύτερα αδέρφια μου και την πεθερά της πήραν τον δρόμο για το δάσος της Φτέρης. Επειδή εγώ έκλαιγα είπε η μητέρα μου να φύγουν και να ρίξουν το μωρό στο ποτάμι για να σωθούν τα άλλα παιδιά.

 Η γιαγιά όμως είπε να προχωρήσουν οι άλλοι και αυτή να μείνει πιο πίσω με το μωρό. « Όποια τύχη θα έχει το μωρό θα έχω και εγώ αλλά δεν το πνίγω γιατί είναι η ψυχή”, είπε.

( Ο παππούς μου ήταν δεύτερη φορά παντρεμένος, η δεύτερη γυναίκα του λεγόταν ‘Αννα και δεν με είχε εγγονή εξ αίματος).

 Τελικά  οι Γερμανοί δεν ήρθαν τόσο μακριά και εγώ σώθηκα. Στο δάσος βρήκαν καλύβες Σαρακατσαναίων και μια κούνια για μωρό και κοιμόμουνα εκεί. Για αυτό και ο παππούς μου όταν με έβλεπε μου έλεγε  ‘’Καλώς την Σαρακατσάνα!».

Με δήλωσαν στην κοινότητα Ελευθερία- Ειρήνη. Πήγε  όμως η γιαγιά μου και απαίτησε από τον παπά να  με δηλώσουν στο όνομά της ‘Αννα, γιατί χάρη σε αυτή σώθηκα. Ο παπάς συμφώνησε . Έτσι και έγινε και άλλαξα όνομα, αλλά της είπε πως όταν μεγαλώσω και  θα κοινωνώ θα πρέπει να λέω το όνομα της κολυμβήθρας δηλαδή Ελευθερία- Ειρήνη.

 

Γεννήθηκα στις 2 Νοεμβρίου του 1942, είμαι 8 χρόνια και δύο μήνες μεγαλύτερη από τη μικρότερη αδελφή μας, τη Λένα. Η Λένα γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μας .Εμένα με πήρε η ξαδέλφη μου η  στο σπίτι τους. Την ώρα που περνούσε η κηδεία ήμασταν στην αυλή και η πόρτα που ήταν ξύλινη την είχε κλείσει η ξαδέρφη μου, για να μη δω τον πατέρα μου. Εγώ έκλαιγα, ήθελα να φύγω σπίτι μου. Ευτυχώς η πόρτα είχε ρόζο και είχε μία τρύπα. Από εκεί είδα επάνω στο δρόμο πώς περνούσε η κηδεία. Έσκασα στο κλάμα αλλά ήμουνα μικρή, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Και το βράδυ πάλι δεν με άφησε η ξαδέλφη μου να πάω στο σπίτι μου, γιατί η μάνα μου γέννησε την ίδια μέρα που πέθανε ο πατέρας μας.

 Την άλλη μέρα δεν κάθισα ,έφυγα κρυφά πήρα ένα κλαδί από το μπαξέ, άνοιξα το μάνταλο και έτρεξα στο σπίτι . Όταν πήγα και βρήκα τη μάνα μου σκεπασμένη τρόμαξα και είπα τρομαγμένη ‘’τι πέθανε και η μητέρα’’ ‘Όχι, με είπε η γιαγιά έχεις μια αδερφούλα μικρή να την . Όταν είδα το μωρό, το πήρα αγκαλιά, το φιλούσα δεν χόρταινα να το κοιτώ. Από αυτή τη στιγμή ήμουν ο φύλακας της μπέμπας .Δεν άφηνα κανέναν να την πάρει.

 Αφού γέννησε η μάνα μας, ήρθε ο θείος Λευτέρης, αδερφός του πατέρα, και ζήτησε να δώσουμε την μπέμπα για υιοθεσία σε πλούσια οικογένεια  Λιβαδιώτη. Εγώ και ο Νίκος ,ο αδερφός μου σηκωθήκαμε όρθιοι και διώξαμε τον θείο.’’ φύγε από εδώ η μπέμπα είναι δική μας ,δεν τη δίνουμε σε κανέναν.’’ Και η μανούλα μας παρά τα τόσα βάσανα  είπε στον θείο’’ αφήστε την μπέμπα θα περάσουμε τη στεναχώρια.’Εφυγε ο πατέρας από τα παιδιά ,ήρθε αυτή η ψυχούλα να μεγαλώσει και αυτή με τα αδέλφια της.’’

 Εγώ και ο αδερφός μου παίζαμε έξω και άμα ερχόταν ο θείος στο σπίτι τρέχαμε μέσα στο δωμάτιο που ήταν η μπέμπα και καθόμασταν κοντά στην κούνια ώσπου να φύγει ο θείος να μη μας  την πάρει. Αυτό γινόταν πολλές φορές ως που ο θείος είπε ‘’έρχομαι να σας δω, δεν την παίρνω την μπέμπα, παίξτε και μη χαλάτε το παιχνίδι ‘’.Εμείς όμως, όταν έκλεισε χρόνο η μπέμπα, την βαφτίσαμε Ελένη και είπε ο αδερφός μου «τώρα δεν μπορεί ο θείος να μας την πάρει, η μπέμπα είναι δική μας»,γιατί εγώ και ο Νίκος πήγαμε στην κοινότητα με τον Παππού τον Νίκο Γαλάνη και  έγραψε τη Λένα… Εμείς εκεί όρθιοι με το παππού  .- Γράψε ,είπε ο παππούς σε ένα γραμματέα ,Ελένη Γαλάνη του Κωνσταντίνου».( η κοινότητα τότε ήταν εκεί που έχει σπίτι αυτός του Νάκα που έχει η γυναίκα από τον Σαλαβάτη …είχε κάτι στενά σκαλοπατάκια τα θυμάμαι καλά )…και από τότε κάπως ηρεμήσαμε, αλλά πάντα μόλις μπαίναμε στο σπίτι καθώς γυρίζαμε από το σχολείο  το πρώτο που ζητούσαμε ήταν η Λένα η αδερφούλα μας που δε γνώρισε  πατέρα και μεγάλωσε μέσα στην οικογένεια με πολύ πολύ αγάπη…



                    ΓΑΛΑΝΗ ΑΝΝΑ,ΣΥΖΥΓΟΣ ΠΑΜΠΕΡΗ Ν..γεννήθηκε το 1942

tag