ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΧΗΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ


Tην ιστορία μου τη διηγήθηκε ο πατέρας μου ,ήμουνα μικρή βέβαια, δεν τα θυμάμαι πολύ καλά.

1. Θέριζαν στο χωράφι στη Μηλέα Ελασσόνας. Άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες και κάποιος χωριανός τους, έτρεχε και τους και φώναζε: -Έρχονται οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί!

Παράτησαν τον θερισμό και έφυγαν για να κρυφτούν. Στη μέση της διαδρομής η αδερφή του θυμήθηκε ότι είχε κρεμάσει στην ποδιά της σε ένα δέντρο και έκλαιγε για την ποδιά της. Έστειλε τον πατέρα μου που γύρισε πίσω για να πάρει την ποδιά .Οι Γερμανοί από απέναντι έβαζαν με τα πολυβόλα και πέρασε μια σφαίρα ξυστά. Κόντεψε να χάσει τη ζωή του για αυτόν τον λόγο.

 

2.Επίσης μια άλλη ιστορία που μου είχε πει πάλι. Μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό και έφευγαν τότε προς το βουνό για να κρυφτούν. Είχανε γουρουνάκια μικρά στο σπίτι και ο πατέρας μου γύρισε για να  σώσει κανένα γουρουνάκι, γιατί τα μεγάλωνε για να έχουνε  να φάνε. Πάλι άρχισαν να τον βάζουν με τα πολυβόλα και με το γουρουνάκι και αγκαλιά πηδούσε. Είχαμε ένα ρέμα κάτω από το σπίτι. Πήδηξε στο ρέμα και  τότε τη γλίτωσε πάλι.

 

 3. Οι Εγγλέζοι είχαν κονσέρβες κι επειδή δεν υπήρχε λάδι,  οι κάτοικοι του χωριού έπαιρναν τις πεταμένες κονσέρβες και χρησιμοποιούσαν το λάδι.

 

4. Έπεσε μεγάλη πείνα στην Ελλάδα. Και ειδικά στις μεγάλες πόλεις, οι άνθρωποι πεινούσαν, ξεχύθηκαν στα χωριά πουλώντας ραπτομηχανές, την προίκα των κοριτσιών, αυτοκίνητα για ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Ένας Αθηναίας λοιπόν πήγε στο σπίτι της μητέρας μου, στη Φαρμάκη Ελασσόνας. Πήγε στο σπίτι, κρατούσε ένα παλούκι στο χέρι. Η αδερφή της μάνας μου ήταν μικρή καθόταν στο παράθυρο και της λέει ένα κρεμμύδι θέλω. Ήταν μικρό, φοβήθηκε και λέει, δεν έχουμε και  αυτός όρμησε με το παλούκι και αν δεν έκανε πίσω απο το παράθυρο θα της είχε βγάλει τα μάτια. Ο κόσμος υπέφερε για ένα κομμάτι ξερό ψωμί και  φτάνανε  στο σημείο  να σκοτώσουν.

5.Η γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα μου ζούσε στη Μηλέα Ελασσόνας, είχε 5 παιδιά, έμεινε νέα χήρα και αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να τα μεγαλώσει. Από την πολλή δουλειά και από τη στενοχώρια έχασε νωρίς στο φως της. Αλλά όταν έτρωγε ήταν τόσο καθαρή ,παρόλο που ήταν τυφλή, δεν είχε ούτε μία σταλαγματιά από το φαγητό επάνω της .Τη θυμάμαι που μάζευε τα ψίχουλα στην ποδιά της  και έβγαινε ψαχουλεύοντας με το χέρι τοίχο τοίχο. Τίναζε την ποδιά της, έκανε τον σταυρό της και έλεγε « ‘Όπως έφαγα εγώ σήμερα  να φάει όλος ο κόσμος».

6. Η γιαγιά μου ήταν μικρή στη Μηλέα Ελασσόνας ,όταν ακόμα ήτανε οι Τούρκοι εδώ. Μαζεύονταν 2 -3 σπίτια μαζί  στη γειτονιά και φούρνιζαν ψωμί. Πήγαιναν οι Τούρκοι και τους το έπαιρναν από τον φούρνο .

ΧΗΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.

tag