ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΡΕΧΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
1. ΠΟΛΕΜΟΣ
1940
Ο παππούς
μου πολέμησε στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο. Όταν ήταν στα σύνορα τα αλβανικά
,έπαθε κρυοπαγήματα από το πολύ κρύο και το χιόνι.
Τον
μετέφεραν στο νοσοκομείο στα Γιάννενα. Εκεί ο γιατρός του είπε πως πρέπει να
του κόψουν τα πόδια. Ο παππούς μου όμως ,επειδή ήταν από ορεινό χωριό και ήξερε
από κρύα και από χιόνια, έβλεπε πως τα πόδια του δεν ήταν σε τόσο άσχημη
κατάσταση για να χρειάζονται κόψιμο.
Αποφάσισε
λοιπόν ένα βράδυ να το σκάσει από το νοσοκομείο
για να σώσει τα πόδια του. Έτσι και έγινε. Μετά από κάποιες μέρες
συνάντησε στα Γιάννενα κάποιους συμπατριώτες του που του είπαν πως ο γιατρός
αυτός ήταν Ιταλός κατάσκοπος και έκοβε τα πόδια των στρατιωτών για να
προκαλέσει ζημιά στον ελληνικό στρατό.
2. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Στις 20
Ιουλίου του 1974 ,ανήμερα του προφήτη Ηλία ,έγινε η εισβολή των Τούρκων στην
Κύπρο και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση όλων των αντρών.
Εκείνη την ημέρα όλο το χωριό είχε ανέβει από
το πρωί πάνω στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία (Άγιου Προυφήτη Ηλία) . Δεν υπήρχαν
αυτοκίνητα πολλά στο χωριό `όλοι ανεβήκαμε με τα πόδια ,με μουλάρια και γαϊδουράκια.
Η οικογένειά μου ανέβηκε με τα πόδια και ο θείος μου είχε
πάρει το μουλάρι του γιατί ήθελε να πάει να ποτίσει τις πατάτες λίγο πιο πέρα από τον Προφήτη
Ηλία. Εγώ περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία το πανηγύρι για να μου αγοράσει η
μητέρα μου ένα παιχνίδι. Διάλεξα ένα
κίτρινο ντέφι και από τη χαρά μου το χτυπούσα συνεχώς.
Ξαφνικά άρχισε ένα βουητό, μεγάλη αναστάτωση και
οι μεγάλοι να λένε για πόλεμο, για επιστράτευση… Τη λέξη «επιστράτευση» δεν την είχα
ξανακούσει… Αφήσαμε το πανηγύρι και ανάστατοι όλοι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε
προς το χωριό .Ο θείος μου δεν μπορούσε να βρει το μουλάρι, όλοι ήταν αγχωμένοι
και βιαστικοί. Εγώ κρατούσα με το ένα χέρι το ντέφι και με το άλλο το χέρι της μητέρας μου. Το
ντέφι έκανε πολύ θόρυβο καθώς κατεβαίναμε και όταν φτάσαμε στο σπίτι η μητέρα μου
εκνευρισμένη παίρνει το ντέφι και λέει «
α, στο καλό σου εσύ και το ντέφι!» και
το έσπασε.(μετά μου το κόλλησε και ευτυχώς για μένα με μεγάλη επιτυχία).
’Οταν έφυγε
ο πατέρας μου ,η μητέρα μου έκλαιγε κρυφά από εμένα (όταν νόμιζε πως
κοιμόμουνα) . Μαζευόμασταν όλα τα παιδιά στη γειτονιά και συζητούσαμε και
λέγαμε για τις μαμάδες μας που ήταν πολύ στεναχωρημένες.Εγώ λοιπόν σκέφτηκα να
κάνω κάτι για να ξεπεράσει την στενοχώρια της. Φόρεσα τα ρούχα του πατέρα μου
και μια μέρα που η μητέρα μου έκλαιγε
μες στο σπίτι χτύπησα την εξώπορτα και φώναξα δυνατά «Άνοιξε είμαι ο άντρας σου
και ήρθα να σε δω!».
Η μητέρα μου
το άκουσε, έβαλε τα γέλια και εγώ αισθάνθηκα πολύ χαρούμενη!
Κατά τη
διάρκεια της επιστράτευσης σκοτώθηκαν δύο πατεράδες συνομήλικων παιδιών μου.
Θυμάμαι πως
σχεδόν απαγορευόταν να βγαίνουν οι γυναίκες τους από το σπίτι,
είχαν βάψει
όλα όσα φορούσαν μαύρα
και στην
κούνια του μωρού είχαν βάλει μαύρη κορδέλα.
ΡΕΧΑ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ