ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΜΠΑΦΑ ΑΣΗΜΙΝΑΣ


H ιστορία που διηγούμαι προέρχεται από ένα χωριό του Κάτω Ολύμπου, τον Πυργετό. Εκεί ζούσαν οι προπαππούδες μου. Για την ακρίβεια, το αρχικό ζευγάρι ήταν η Φανή(Φανιώ) και ο Νικόλαος Σλούτσας. Ζούσαν σε ένα δίπατο πέτρινο σπίτι. Η κύρια κατοικία τους βρισκόταν στον επάνω όροφο, ενώ ο κάτω όροφος(με πάτωμα από πατημένο κοκκινόχωμα) ήταν αποθηκευτικός χώρος και τόπος για φύλαξη ζώων. Σε αυτό το σπίτι κατέληξαν να ζουν με τις οικογένειες τους ,κατά την πατριαρχική μορφή της οικογένειας, μαζί με τα τρία τους αγόρια(Γιώργη, Βασιλάκη, Δημητράκη), με τις συζύγους (Μαριγούλες και οι δύο)και τα παιδιά τους. Τον κύριο λόγο για τη διαχείριση του σπιτιού είχαν οι μεγάλοι, μετά οι άντρες, ενώ οι γυναίκες θεωρούσαν φυσικό να μην έχουν γνώμη για πολλά – πολλά. Αυτός ο σεβασμός(όχι ο φόβος)εκδηλωνόταν και στο γεγονός ότι πρώτα καθόταν στο τραπέζι οι άντρες, μετά η πεθερά και τελευταίες οι νύφες. Το φαγητό μοιραζόταν επίσης με την ίδια σειρά, γιατί αυτό θεωρούσαν φυσική τάξη κι όχι υποτίμηση της γυναικείας φύσης.

Ήταν όλοι αγρότες, με ποικίλες καλλιέργειες από σιτάρι, μέχρι ελιές, αμπέλια και κηπευτικά. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου διηγείται τη ζωή της, όταν ο παππούς ανέβαινε στο άλογο κι εκείνη ακολουθούσε με τα πόδια, πολλές φορές φορτωμένη με διάφορα που έπρεπε να κατεβάσουν στο χωράφι ή να φέρουν στο σπίτι κατά την επιστροφή τους το βράδυ. Όλη την ημέρα δούλευαν, με πρόχειρο φαγητό ψωμί, τυρί, ελιές, σαλατικά(το καλοκαίρι),κρεμμύδι ή καμιά πίτα. Με τη δύση του ήλιου γύριζαν, ο παππούς πλενόταν, έτρωγε κι έβγαινε στο καφενείο, ενώ η γιαγιά έφτιαχνε λίγο φαί, έβλεπε τα παιδιά(που τα κρατούσε όλη την ημέρα η πεθερά της στο σπίτι) , τάιζε τα ζώα, έπλενε, ζύμωνε. Το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα είχε και η νύφη της που έμενε μαζί τους στο ίδιο σπίτι. Ποτέ δεν άκουσα παράπονα, ο σεβασμός ήταν μεγάλος, όπως και η αγάπη(πχ η Φανιώ έπεσε στο κρεββάτι, την περιποιήθηκαν οι νύφες και πήραν την ευλογία της προτού να γίνει ένα από τα ονόματα στα οικογενειακά συγχωροχάρτια που περνώντας από γενιά σε γενιά έφτασαν μέχρι σε μένα).

Την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές δεν εργαζόταν κανείς. Ούτε καν έπλεκαν. Εκκλησιαζόταν(οι γιαγιάδες είχαν ένα καλό κυριακάτικο φόρεμα και στα μαλλιά φορούσαν μαντήλι, όπως άλλωστε φορούσαν και στην καθημερινότητα).Τα μαλλιά τους ήταν μακριά μέχρι τα βαθιά γεράματα, πάντοτε μαζεμένα(κότσο ή κοτσίδες) και τα έλουζαν κάθε Σάββατο με πλάκες πράσινο σαπούνι. Την Κυριακή καθόταν, συζητούσαν, δεν έκαναν καμία σπιτική εργασία εκτός από το φαγητό ή το πλύσιμο των πιάτων. Στο σπίτι υπήρχε ξύλινο εικονοστάσι , ψηλά, δίπλα στην είσοδο, με μια μεγάλη κανδήλα που κρεμόταν με αλυσίδα από το ταβάνι, η οποία ήταν αναμμένη μέρα και νύχτα με φυτιλάκια που μάζευαν οι γιαγιάδες από ένα φυτό στα χωράφια. Θυμάμαι τις γιαγιάδες μου να προσεύχονται αυτοσχεδιάζοντας και λέγοντας το Πάτερ ημών με πολλές δικές τους προσθήκες. Επίσης ζύμωναν και πρόσφορα, υπήρχε μια οικογενειακή ξύλινη σφραγίδα που περνούσε από γενιά σε γενιά. Η Κυριακή ήταν και η ημέρα των επισκέψεων, τους καλεσμένους περιποιούνταν μόνο οι νύφες, υπήρχε πάντοτε γλυκό κουταλιού φτιαγμένο από τα φρούτα των περιβολιών(έφτιαχναν και ντοματάκι και μελιτζανάκι)

Από αυτήν την καθημερινότητα έχουμε πολλά ίχνη στο σπίτι μέσα από διάφορα αντικείμενα: το εικονοστάσι και οι εικόνες, μια ξύλινη σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων, μια πινακωτή για το ψωμί, ένα κρεμαστό φανάρι για τη διατήρηση των τροφίμων, λάμπες πετρελαίου , σίδερο με κάρβουνα για το σιδέρωμα, διάφορα μπακιρένια ταψιά, ένας σοφράς για φαγητό, κόσκινα για την Παρασκευή του τραχανά, πήλινες κανάτες νερού, υφαντά για τα κρεβάτια και τους τοίχους(μπατανίες).

Οι γιαγιάδες μου ήξεραν πλέξιμο με βελονάκι και το σπίτι ήταν γεμάτο με πλεκτά τραπεζομάντηλα, με δαντέλες σε πετσέτες, μαξιλαροθήκες, στις πιατοθήκες κι όταν εγώ πήγαινα σχολείο(δεκαετία 70) μου έπλεκαν λευκούς γιακάδες για την ποδιά μου και πολλά σεμεδάκια , ακόμα και κουβέρτα για την « προίκα» μου.

Επιστρέφοντας στις διηγήσεις των γιαγιάδων θυμάμαι να μου μιλούν για τα χρόνια της κατοχής. Ο ένας γιος, ανύπαντρος, ο Δημητράκης έφυγε για το μέτωπο και δε γύρισε ποτέ. Στην οικογένεια δόθηκε από το κράτος ένα τιμητικό δίπλωμα(το θυμάμαι σε κορνίζα κρεμασμένο πάνω από το τζάκι στο «καλό» δωμάτιο του σπιτιού). Το όνομά του δόθηκε στο τελευταίο παιδί του ενός αδερφού, που γεννήθηκε ένα χρόνο μετά(αυτή ήταν η μητέρα μου, Δημητρούλα Σλούτσα).

Στο χωριό δεν υπήρχε πολύ μεγάλη πείνα ,γιατί είχαν όλοι κάτι από τα χωράφια τους και μάζευαν από την ύπαιθρο. Όμως θυμάμαι να λέει η γιαγιά ότι έρχονταν από τις πόλεις, περιπλανώμενοι και ζητούσαν οτιδήποτε. Οι άνθρωποι έδιναν και γενικά υπήρχε πνεύμα αλληλεγγύης.

Κάποια στιγμή οι Γερμανοί έκαναν επίταξη στο σπίτι των δικών μου(ήταν μεγάλο κι ο ένας γιος, ο Νικόλαος ήταν πριν την κατοχή πρόεδρος στο χωριό). Η οικογένεια μαζεύτηκε σε ένα δωμάτιο, οι άντρες είχαν φύγει και κρύβονταν στα γύρω βουνά. Τότε πιέστηκαν από την άποψη του φαγητού, γιατί δεν ήθελαν να πάρουν κι αυτά που έδιναν οι Γερμανοί. Μόνο η μια γιαγιά μου(που της άρεσε ο καφές και η οικογένεια δεν είχε) πήγαινε καμιά φορά με ένα μπρικάκι να της βάλουν καφέ και λίγη ζάχαρη. Δεν τις πείραξαν, ούτε τις απείλησαν ποτέ.

 Στη γειτονιά η κάθε οικογένεια ζούσε τις δικές της περιπέτειες με τους περισσότερους άντρες αυτοεξόριστους στο βουνό. Μια γειτόνισσα, ακριβώς δυο σπίτια παρακάτω, η κυρα Πολυξένη(ξαδέρφη της γιαγιάς), μια απλή κτηνοτρόφος, αριστερών πεποιθήσεων είχε αντιστασιακή δράση και κατέβαινε τα βράδια στο σταθμό της Ραψάνης για δολιοφθορές(έκοβε συρματοπλέγματα, κουβαλούσε εφόδια). Όλοι ήξεραν, κανένας δε μιλούσε. Η συγκεκριμένη πήρε και τη λεγόμενη αντιστασιακή σύνταξη.

Λίγο πριν φύγουν(απελευθέρωση) και καθώς μάζευαν τα πράγματά τους, ένας Γερμανός είπε στη γιαγιά μου να μη χαίρεται γιατί «εμείς θα φύγουμε, αλλά εσείς θα φαγωθείτε μεταξύ σας». Η γιαγιά δεν κατάλαβε και σκέφτηκε « φύγετε εσείς κι εμείς…..». Όμως, αφού γύρισαν πίσω οι άντρες κι ενώθηκε η οικογένεια, άρχισαν τα πολιτικά προβλήματα, γιατί ο παππούς ήταν δεξιός και οι αντάρτες έβαλαν φωτιά στο σπίτι, ευτυχώς κάηκε μόνο το «καλό» δωμάτιο, η κουζίνα, ένα κομμάτι από τον διάδρομο κι ένα άλλο δωμάτιο(όλα ξαναφτιάχτηκαν)

 

ΜΠΑΦΑ ΑΣΗΜΙΝΑ

tag