ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΜΠΛΙΑΜΠΛΙΑ ΜΑΡΙΑΜ
Η ιστορία της οικογένειάς μου.
Το 1919 γεννήθηκε η προγιαγιά μου η Ουρανία
στο Σοχούμ της Ρωσίας. Καταγόταν από μια πολύτεκνη οικογένεια με πέντε παιδιά.
Συγκεκριμένα 4 αγόρια και ένα κορίτσι, η προγιαγιά μου η Ουρανία που ήταν η
μεγαλύτερη. Τα χρόνια περνούσαν και η προγιαγιά μου μεγάλωνε μέσα σε μια
ορθόδοξη αγροτική οικογένεια. Βίωναν καθημερινά την αληθινή πίστη στον Θεό και
γέμιζαν τη ζωή τους με εμπειρίες και αγάπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της
έντονης πίστης τους ήταν το δρομολόγιο που έκαναν κάθε Κυριακή ώστε να
μπορέσουν να εκκλησιαστούν. Περπατούσαν 8 ώρες
με τα πόδια νηστικοί προκειμένου να λάβουν τα Άχραντα Μυστήρια .
Αργότερα, λόγω των καταστάσεων, έπρεπε να
αλλάξει ριζικά η ζωή τους. Συγκεκριμένα όλοι στο Σοχούμ που ασχολούνταν με
αγροτικές εργασίες έπρεπε να δουλεύουν για το κράτος δίχως να ανταμείβεται ο
κόπος τους. Ο πατέρας της προγιαγιάς μου όμως, ο παππούς Κώστας, ήταν πνεύμα
ανήσυχο και δεν ήθελε να συμβιβαστεί στα δεδομένα των αλλόθρησκων που με βία
και εξαναγκασμό διαχειριζόταν τη σοδειά
τους και τον κόπο τους . Στην αρχή λοιπόν έκανε μικρά χωράφια αλλά και πάλι
ερχόντουσαν με τη βία και τους έπαιρναν τον κόπο τους μέσα από τα χέρια τους.
Έτσι αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο ταξίδι και να τα
εγκαταλείψουν όλα. Για να φύγουν βέβαια ταλαιπωρήθηκαν αρκετά μέχρι να πάρουν
τις άδειες. Το 1950 φτάσανε στην Ελλάδα . Η φτωχή τότε Ελλάδα υποδεχόταν
χιλιάδες πρόσφυγες. Ήταν Έλληνες που εκδιώχθηκαν. Κάποιες έρευνες μιλάνε για
ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Η ταλαιπωρία αυτών των ανθρώπων ήταν απίστευτη Περπατούσαν
μέρος ολόκληρες με ό,τι μέσο είχαν, κάρα και υποζύγια, πεινασμένοι, ρακένδυτοι
και εξαθλιωμένοι. Ο κόσμος πολύς και τα πλοία λίγα. Επιβιβάστηκαν στα πλοία
αλλά κακήν κακώς. Μικρά παιδιά χάθηκαν, γονείς χώρισαν από τα παιδιά τους .
Στην Ελλάδα είχα να
αντιμετωπίσουν δύσκολες συνθήκες και συνάμα την καχυποψία των ντόπιων. Αυτοί οι
άνθρωποι όμως κατόρθωσαν με την εργατικότητα, τη φιλοτιμία τους και την
εξυπνάδα τους να προκόψουν και να δημιουργήσουν. Στην αρχή πήγανε στον Πειραιά.
Δεν έμειναν εκεί ούτε ένα χρόνο. Κάποια μέρα ο πατέρας της προγιαγιάς μου
δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον αδελφό του ο οποίος του πρότεινε να πάει στον Καλαμώνα
Δράμας όπου βρισκόταν και αυτός Εκεί θα ασχολούνταν με τη γεωργία όπως και στο Σοχούμ.
Στον Καλαμώνα η προγιαγιά
μου γνωρίστηκε με τον προπαππού μου τον Χαράλαμπο ο οποίος μετέφερε διάφορο
φορτία με το κάρο του. Έτσι γνωρίστηκαν με την προγιαγιά μου, ερωτεύτηκαν και
παντρεύτηκαν Μετακόμισαν στην Καβάλα και δημιούργησαν την οικογένεια τους. Το
1951 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί ο Νίκος ακολούθησε ο Απόστολος και στο τέλος
η γιαγιά μου η Σεβαστή. Στην Καβάλα η προγιαγιά μου δούλευε στα καπνομάγαζα. Μια
χρονιά όμως προσλήφθηκε στο νοσοκομείο της Καβάλας όπου δούλευε μέχρι να βγει
στη σύνταξη. Έπειτα ασχολήθηκε με την ανατροφή των παιδιών της. Εγώ την έζησα
τα πρώτα μου 7 χρόνια και με το που έβρισκα την ευκαιρία χωνόμουν στην αγκαλιά της
για να μου διηγηθεί στης ιστορίες που έζησαν εκείνα τα χρόνια. Εγώ λοιπόν τις
κρατάω βαθιά μέσα στην ψυχή μου σαν ένα πολύτιμο φυλαχτό. Θα αποτελεί πάντα
σημείο αναφοράς για τη ζωή μου και επιτακτικό χρέος μου να μεταφέρω όλα, όσα μου είπε, στα παιδιά μου.